- φόδραρισμα
- τό1) подшивание подкладки; 2) обивка, обшивка, облицовка изнутри (действие)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φοδράρισμα — το, Ν [φοδραρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φοδραρίζω, ράψιμο φόδρας 2. εσωτερική επένδυση … Dictionary of Greek
φοδράρισμα — το, ατος η εσωτερική επένδυση ρούχου ή άλλου πράγματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek
υπορραφή — και δ. γρφ. ὑποραφή, ἡ, Α [ὑπορράπτω] η ενέργεια τού υπορράπτω, το φοδράρισμα … Dictionary of Greek